υφέρπω

υφέρπω
ὑφέρπω ΝΜΑ [ἕρπω]
1. σέρνομαι κάτω από κάτι και, κατ' επέκτ., σέρνομαι κρυφά, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (α. «οι στρατιώτες προχωρούσαν προς το αντίπαλο στρατόπεδο υφέρποντας ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση» β. «οἷσιν... ὑφέρπει πικρὸς ὄφις», Γρηγ. Ναζ.)
2. (μτφ. και για συναισθήματα, λόγους, φήμες, δεινά ή και νόσους) επέρχομαι ή, κυρίως, διαδίδομαι σιγά σιγά και ανεπαίσθητα (α. «η είδηση για την επικείμενη αναπόφευκτη ήττα υφέρπει στις τάξεις τού στρατού» β. «φθονερὸν ὑπ' ἄλγος ἕρπει Ἀτρείδαις», Αισχύλ.)
αρχ.
1. (για λόγο, φήμη) διαδίδομαι ευρέως («ὑφεῑρπε γὰρ πολύ», Σοφ.)
2. στοχεύω σε κάτι χωρίς να γίνομαι αντιληπτός («πολλῶν θανάτων ἄξιος ὁ ὑφέρπων εὐνὴν τὴν ἐμήν», Φιλόστρ.)
3. μτφ. (με αιτ. προσ.) επιβουλεύομαι κάποιον
4. (στο γ' εν. πρόσ.) ὑφέρπει
(με υποκ. ουσ. που δηλώνει συναίσθημα και το οποίο συντάσσεται με προσ. αντων. σε αιτ.) κυριεύει, καταλαμβάνει («χαρὰ μ' ὑφέρπει δάκρυον ἐκκαλουμένη», Αισχύλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑφέρπῃ — ὑφέρπω creep on secretly pres subj mp 2nd sg ὑφέρπω creep on secretly pres ind mp 2nd sg ὑφέρπω creep on secretly pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφεῖρπον — ὑφέρπω creep on secretly imperf ind act 3rd pl ὑφέρπω creep on secretly imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφέρπει — ὑφέρπω creep on secretly pres ind mp 2nd sg ὑφέρπω creep on secretly pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφέρπον — ὑφέρπω creep on secretly pres part act masc voc sg ὑφέρπω creep on secretly pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφέρποντα — ὑφέρπω creep on secretly pres part act neut nom/voc/acc pl ὑφέρπω creep on secretly pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφεῖρπε — ὑφέρπω creep on secretly imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφεῖρπεν — ὑφέρπω creep on secretly imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφέρπειν — ὑφέρπω creep on secretly pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφέρπεται — ὑφέρπω creep on secretly pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφέρποντας — ὑφέρπω creep on secretly pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”